-
1 ἄκαπνος
ἄκαπν-ος, ον,A without smoke, free from it,σκέπη Hp.Acut.65
; not smoking, making no smoke,πῦρ Thphr.Ign.71
; θυσία ἄ. an offering but no burnt offering, Luc.Am.4; so a poem is calledΚαλλιόπης ἄ. θύος AP6.321
(Leon.): — ἄκαπνα γὰρ αἰὲν ἀοιδοὶ θύομεν we sacrifice without a fire of our own, i.e. live at others' expense, Call.Fr.53P.II = ἀκάπνιστος, Plin.HN11.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκαπνος
См. также в других словарях:
άκαπνος — η, ο (Α ἄκαπνος, ον) αυτός που δεν βγάζει καπνό «άκαπνο σπίτι», «άκαπνον πυρ» νεοελλ. 1. αυτός που έχει μείνει χωρίς τσιγάρα 2. αυτός που δεν καπνίζει 3. όποιος δεν έχει ζήσει τους καπνούς τής μάχης, ο απόλεμος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι… … Dictionary of Greek